- ωκεάν(ε)ιος
- -α, -ο / ὠκεάν(ε)ιος, -ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. θηλ. ὠκεανηΐάς, -άδος, ΜΑ [Ὠκεανός]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ωκεανόνεοελλ.α) «ωκεάνια αύλακα»γεωλ. βύθισμα τού θαλάσσιου πυθμένα, με επίμηκες σχήμαβ) «ωκεάνια τάφρος»(γεωλ.-ωκεαν.) βλ. τάφροςγ) «ωκεάνιες λεκάνες»(γεωλ.-ωκεαν.) μεγάλες εκτάσεις τού πυθμένα τών ωκεανώνδ) «ωκεάνιο βύθισμα»(γεωλ.-ωκεαν.) σαφώς οριοθετημένο τμήμα μιας καταβύθισης τού θαλάσσιου πυθμένα, το οποίο υπερβαίνει το συμβατικά καθορισμένο βάθος τών 6.000 μέτρωνε) «ωκεάνιο οροπέδιο»(γεωλ.-ωκεαν.) βλ. οροπέδιο.
Dictionary of Greek. 2013.